Πρώτη Γυμνασίου, Έκτο Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών φθινόπωρο του 1964, Ζεύξιδος και Πυθέου, και Βουλιαγμένης. Κι από πάνω η Ηλιουπόλεως, ο δρόμος που οριοθετούσε το Πρώτο Νεκροταφείο προς τ’ απάνω και το τρίγωνο χωματένιο παρκάκι από κάτω εκεί που παίζαμε μπάλα. Εκεί που σαρανταδύο χρόνια μετά θα ξανασυναντηθούμε.
Παιδιά με κοντά παντελονάκια φοβισμένα μπαίναμε σε ένα καινούργιο κόσμο, που τον σχημάτιζαν όλες οι ηλικίες των αγοριών, σ’ ένα κόσμο όπου θα διαμόρφωνε αυτούς που σήμερα είμαστε. Και όψιμα μετά από πολλά χρόνια ανακαλύψαμε πως είμαστε φτιαγμένοι ανεπιτήδευτοι, με πολύ πολύ αγάπη και άλλη τόση τρυφερότητα και την έγνοια ο ένας για τον άλλο και τη χαρά να σμίγουμε και να μοιραζόμαστε όλα εκείνα που μάθαμε τα χρόνια εκείνα.
Στο Α3, στο τρίτο από τα τέσσερα τμήματα της Πρώτης γυμνασίου της χρονιάς εκείνης, κάθισες σε κάποιο από τα θρανία της τάξης αυτής, παρέα με κάποιον απ’ όλους μας. Στη δεύτερη τάξη, τότε που τα τέσσερα τμήματα έγιναν τρία, βρεθήκαμε μαζί. Τότε καλέ μου φίλε σε γνώρισα. Ένα παιδί με το σκούρο πράσινο πουλόβερ , και το καφετί πανωφόρι, με πρόσωπο καθαρό και φωτεινό, με μάτια γελαστά, με φωνή δυνατή και ήρεμη που σαν μιλούσες νομίζαμε πως ακούμε τους καθηγητές μας. Είχες ένα μοναδικό χάρισμα να μιμείσαι τη φωνή τους και τις κινήσεις τους κι ας μη σε βοήθαγε ακόμα το παιδικό της φωνής σου. Αργότερα που τελειώναμε το σχολείο οι μιμήσεις σου τελειοποιημένες, σκόρπιζαν στις εκδρομές μας μεγάλο κέφι και χάριζαν γέλιο ακόμα και στους καθηγητές. Θυμάσαι τότε που είχαμε στη εκδρομή συνοδό τον Κορώνη και συ με το μικρόφωνο του λεωφορείου στο χέρι μιλούσες σαν τον Μαλαξιανάκη, και μέσα στα γέλια και τα χειροκροτήματα ο Κορώνης απαίτησε να τον μιμηθείς κι εκείνον λέγοντας σου: «κι εμένα κι εμένα». Κι ήταν τόση η επιτυχία που σχεδόν σε κάθε κοινή εκδήλωση η «παρλάτα» σου ήταν όχι μόνο απαραίτητη, αλλά και αναγκαία.
Πορευτήκαμε παρέα με τους καθηγητές μας, που σε λίγο θα συναντήσεις, με την Καραγεώργη, που σου είχε μια ιδιαίτερη συμπάθεια, όχι βέβαια σαν του Ηλία αλλά σε συμπαθούσε. Κι εκεί στην Τετάρτη τάξη τότε που συνεχίσαμε παρέα στο Πρακτικό σε πρωτοείδα με την κιθάρα στα χέρια σου. Κι ήταν τέτοια η εντύπωση που μου έκανε η κιθάρα στα χέρια ενός συμμαθητή και τόσο με συγκίνησε το άκουσμά της που ένοιωσα φοβερή την ανάγκη να αποκτήσω και εγώ κάποτε και να μάθω να τη σκαλίζω. Θυμάσαι πως την εποχή εκείνη της ανέχειας, δεν μπορούσαμε να έχουμε τέτοια πολυτέλεια, όμως κάποια στιγμή που τα κατάφερα εκπληρώθηκε μια παλιά υπόσχεση στον εαυτό μου, κι ήσουν εσύ η ο λόγος. Ποτέ δεν ξέχασα κι ούτε θα ξεχάσω όσο ζω φίλε μου, μέσα στο λεωφορείο της εκδρομής που τραγούδαγες τα τραγούδια της εποχής εκείνης, «Ονειρο απατηλό» , «Δελφίνι δελφινάκι», και στο ξενοδοχείο στην Ολυμπία ψιθυριστά το «Νάτανε το 21» επειδή ενοχλούσαμε κάποιον στρατιωτικό – χούντα γαρ – που κοιμόταν σε κάποιο δωμάτιο. Κι όποτε από τότε τα ακούω θυμάμαι τα όμορφα εκείνα χρόνια που περπατάγαμε το δρόμο τον καλό του σχολείου μας, τον όμορφο δρόμο του πραγματικού μας σχολείου.
Πέρναγαν τα χρόνια, πάντα μάθαινα με αγάπη για σένα, και πάντα περίμενα τη στιγμή που θα τα ξαναλέγαμε. Συναντηθήκαμε πάλι στο “cotton club” το προπερασμένο καλοκαίρι, ένα ζεστό βράδυ του Ιούλη, σε μια βραδιά μαγική γιατί μαζί με σένα ξανασυνάντησα και τον Κώστα, τον άλλο τον Κώστα τον δικό μου φίλο. Και από τότε σμίξαμε πάλι όπως τότε και είχα τη χαρά να σας δω στη Σύρο, και να νοιώσω τη συγκίνηση της αληθινής φιλίας, και καθώς κοιτάζω τη φωτογραφία στην αυλή μου με τους Κωστήδες της τάξης δεν μπορώ να δεχτώ ότι ένας από εσάς, ένας από όλους μας δεν είναι πιά εδώ.
Η σύντροφος της ζωής σου η αγαπημένη σου Ελένη, η Μάρω ο Λιβέρης, η οικογένεια σου που είχα την χαρά να γνωρίσω θα είναι για όλους μας ότι ήσουν κι εσύ.
Εχτές το βράδυ μου τηλεφώνησες και πάντα διακριτικός, πάντα ευγενικός, πάντα ευπρεπής ήθελες να μάθεις πως οργανώνουμε την συνάντηση των συμμαθητών, που προγραμματίζαμε για την άλλη Πέμπτη, σε παρέπεμψα στο Ναύαρχο που ως εκπαιδευμένος οργανωτής θα σου έλυνε τις απορίες, και αφού μου ανάφερες τα κοντινά σου σχέδια, τα επαγγελματικά σου ταξίδια που θα τέλειωναν το μεσημέρι της Πέμπτης, ώστε το βράδυ να είσαι εκεί και να παίξεις μου ζήτησες να δω και το γιό σου το φίλο μου το Λιβέρη σχολιάζοντας με πατρική αγάπη τις εμμονές του. Να είσαι ήσυχος φίλε εκεί που θα είσαι, τα παιδιά κι η Ελένη ποτέ δεν θα είναι μόνοι όσο θα υπάρχουμε εμείς οι συμμαθητές και οι φίλοι σου, πάντα οι δίαυλοι επικοινωνίας θα είναι ανοιχτοί όπως κι οι αγκαλιές μας.
Αύριο φίλε μου θα ξαναμαζευτούμε στο Πρώτο, εκεί δίπλα στο σχολείο μας, όχι στο τρίγωνο μπροστά στο σπίτι του Ηλία για να παίξουμε μπάλα, αλλά μέσα όπου θα σε συνοδεύσουμε στο ταξίδι του αιώνιου χρόνου, εκεί που το χαμόγελό σου θα είναι παντοτινό στο καθαρό σου βλέμμα, σιγομουρμουρίζοντας καθώς θα πηγαίνουμε.. «καβάλα στο δελφίνι τον κόσμο γύρισα…»
Αντίο καπετάνιε..
Α.Λιάπης