Τάξη του 1970






Καλωσορίζουμε τους συμμαθητές και φίλους που έρχονται στη σελίδα μας γιά να θυμηθούμε στιγμές απ' τα καλύτερά μας χρόνια, να συγκινηθούμε να γελάσουμε, να ξαναζήσουμε το χρόνο που έφυγε, να επικοινωνήσουμε...
καλώς ήρθατε λοιπόν

Τρίτη 29 Απριλίου 2014

Παύλος Μώτος


"Η Αθήνα σιγά σιγά ξεμάκρυνε. Ρούφηξα όσο περισσότερες από τις εικόνες της μπορούσα ώσπου οι Γερμανοί έκλεισαν τις πόρτες. Το βαγόνι σκοτείνιασε μεμιάς, ο αέρας λιγόστεψε και η ατμόσφαιρα έγινε αποπνικτική. Μη έχοντας τι να κάνω, έπεσα για ύπνο. Χάθηκα σ' ένα θλιμμένο όνειρο. Παρακολουθούσα αιωρούμενος στο ταβάνι τη στιγμή που η είδηση της αναχώρησής μου για τα τάγματα εργασίας της Γερμανίας έφτανε στο σπίτι μου....".

Είναι Αύγουστος 1944. Ο Παύλος Μώτος, που έχει συλληφθεί στις 9 Αυγούστου στο μπλόκο στο Δουργούτι μαζί με εκατοντάδες άντρες της γειτονιάς του, και έχοντας περάσει από το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου όπου κρίθηκε ιατρικώς ικανός, οδεύει προς το Κάισλινγκεν της Βαδης - Βυρτεμβέργης, ένα από τα πλέον σκληρά στρατόπεδα εργασίας των ναζί. Η μαρτυρία του, ντοκουμέντο εξαιρετικής σημασίας, καθώς φαίνεται να είναι η μοναδική, για τα ελληνικά τουλάχιστον δεδομένα, αφήγηση έγκλειστου σε ναζιστικό στρατόπεδο εργασίας, όπως μας επιβεβαιώνει και ο ιστορικός Χάγκεν Φλάισερ, και γραμμένη "εν θερμώ" από την απελευθέρωση μέχρι την επιστροφή του στην Ελλάδα, αποτυπώνεται στο βιβλίο Ο Τελευταίος του Κάισλινγκεν (εκδ. Τόπος).

Η ημερολογιακή αποτύπωση του εγκλεισμού και των δεινών που υπέστη ο Παύλος Μώτος, επεξεργασμένη αφηγηματικά, από την ιστορική ερευνήτρια Μαρία Σαμπατακάκη που πραγματοποίησε την ιστορική έρευνα, την επιμέλεια και υπογράφει το επίμετρο του βιβλίου, επαναφέρει στο προσκήνιο τα εν πολλοίς αποσιωπημένα, στρατόπεδα εργασίας αναδεικνύοντας τις μεθόδους και τη διεστραμμένη επινοητικότητα του χιτλερικού καθεστώτος. Βέβαια η ιστορία των πολέμων έχει να αφηγηθεί αμέτρητες ιστορίες καταναγκαστικής εργασίας των υποτελών, ωστόσο στο κομμάτι της εξόντωσης των υποταγμένων μέσω στρατοπέδων εργασίας μάλλον αποτελεί εφεύρεση των ναζί.

"Δεν ήταν στρατόπεδα εξόντωσης", διευκρινίζει ο Χάγκεν Φλάισερ, "όμως οι συνθήκες διαβίωσης των κρατουμένων ήταν τέτοιες που πολύ συχνά οδηγούσαν στην εξόντωσή τους. Τα στρατόπεδα εργασίας τα εφήυραν, προκειμένου να εξασφαλίζουν με μια σταθερή ροή τα απαιτούμενα αντρικά εργατικά χέρια στη βιομηχανία και τα δημόσια έργα της χώρας που είχαν αφαιμάξει τα πολεμικά μέτωπα", εξηγεί ο γνωστός ιστορικός δίνοντας το γενικό περίγραμμα των στρατοπέδων εργασίας. Προσθέτει μάλιστα ότι "οι υπεύθυνοι αυτών των στρατοπέδων ήξεραν γι' αυτή τη μεγάλη πιθανότητα θανάτου των κρατουμένων αλλά δεν τους ενοχλούσε γιατί ανά πάσα στιγμή είχαν τη δυνατότητα να τα τροφοδοτούν με ανθρώπινο δυναμικό από τις χώρες που είχαν καταλάβει. Μετά το '43, όμως, όταν πια και οι ναζί είχαν διαπιστώσει ότι οι ανθρώπινες εφεδρείες δεν ήταν ανεξάντλητες, αναθεωρούσαν την αρχική στάση τους και κατέφευγαν στα γνωστά μπλόκα, προκειμένου πια να εξασφαλίσουν εργατικό δυναμικό".

Ωστόσο η Μαρία Σαμπατακάκη, στο επίμετρό της αναδεικνύει μία ακόμα πτυχή, ενδιαφέρουσα και σημαντική ιδιαιτέρως στις μέρες μας, για τον ρόλο των στρατοπέδων εργασίας, συνδέοντάς τα με τους "γκαστερμπάιτερ" της δεκαετίας του '50. "Η μαρτυρία του Παύλου έρχεται επίκαιρα να υπενθυμίσει μια πλευρά του εθνικοσοσιαλισμού που περνά απαρατήρητη σχεδόν, επισκιάζεται από τις πράξεις βίας και τις φρικαλεότητές του" γράφει. Ουσιαστικά μας δίνει την "αρχαϊκή εικόνα του εκφασισμού της εργασίας", ένα ζήτημα που "βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με μια διαδικασία συγκέντρωσης της οικονομίας του πλούτου, εις χείρας ενός διευθυντηρίου πατρικίων, που για να κάνει ευκολότερα τη δουλειά του, φρόντιζε να χωρίσει τους ανθρώπους σε πρώτης και δεύτερης διαλογής".

Ταυτόχρονα, όμως, αφορά κι εμάς σήμερα, καθώς μέσα απ' αυτά τα στρατόπεδα εργασίας και "η αποφυγή ή η αποτυχία ξεκάθαρης καταδίκης εκείνου του οικονομικού παρασκηνίου από τη διεθνή κοινότητα έδωσε την ευκαιρία επιβίωσης και αναβίωσης στοιχείων του και μετά τον τερματισμό του Β' Παγκόσμιου Πολέμου. Κραυγαλέες συγγένειες εμφανίζει το λεγόμενο "γερμανικό οικονομικό θαύμα", το μοντέλο ανασυγκρότησης της Δυτικής Γερμανίας, που ακολούθησε τη δεκαετία του '50. Εμπνευστής και εκτελεστής του ο Λούντβιχ Έρχαρντ. Οι "γκαστερμπάιτερ", αλλοδαποί φιλοξενούμενοι εργάτες της ίδιας εποχής, αποτελούν επίσης ευθεία συνέχεια της εθνικοσοσιαλιστικής αντίληψης περί εργασίας".

Ο Παύλος Μώτος ήταν 23 χρόνων όταν συνελήφθη στις 9 Αυγούστου του '44. "Είχε παντρευτεί πριν από ένα χρόνο τη μητέρα μου. Το γαμήλιο δώρο τους ήταν μια φραντζόλα ψωμί!" μας λέει ο γιος του Λευτέρης (ΣΤ' Γυμνάσιο 1970), στα χέρια του οποίου βρίσκεται το πρωτότυπο του ημερολογίου του πατέρα του, το οποίο παρέμεινε ανέκδοτο για σχεδόν επτά δεκαετίες έως ότου παραδόθηκε στη Μαρία Σαμπατακάκη. Προορίζεται, πλέον να κατατεθεί σε κάποιο αρχείο, προκειμένου να έχει άμεση πρόσβαση η ιστορική κοινότητα. Γραμμένο "από τον Απρίλιο του '45 που απελευθερώθηκε μέχρι τα τέλη Αυγούστου. Ο πατέρας μου γύρισε στην Ελλάδα 1 Σεπτεμβρίου του 1945. Στην Ντακότα της επιστροφής, κατέγραψε και τα 44 ονόματα των συγκρατουμένων του που μπήκαν στο αεροπλάνο".

Από την αφήγηση του Παύλου Μώτου, εμποροϋπαλλήλου στο κατάστημα υφασμάτων του και συγγραφέα, λάτρη της τέχνης, Σπύρου Παναγιωτόπουλου, και στη συνέχεια στο "Λυών" και τον Ιωσηφίδη του Πειραιά, αποτυπώνεται ανάγλυφα το κλίμα και οι απάνθρωπες συνθήκες εγκλεισμού των κρατουμένων. "Μας αποβίβασαν στο Κάισλιγνγκεν, όπου μας παρέλαβαν αξιωματικοί της Τοτ" διαβάζουμε από την ημερολογιακή καταγραφή με ημερομηνία 28 Αυγούστου 1944. "Οργανωμένο στρατόπεδο δεν υπήρχε. Δυο παράγκες ξύλινες όλες κι όλες. Μας υπέδειξαν τη μία. Ήταν μισό μέτρο κάτω απ' το χώμα, δίχως παράθυρα, είχε μόνον μερικούς φεγγίτες. Μπήκαμε μέσα και φτιάξαμε προχείρως κάποια κρεβάτια. Για σαράντα οκτώ ώρες μας άφησαν νηστικούς και με τη δικαιολογία ότι είχαμε πάρει φαγητό στο τρένο και είχαμε αποθέματα. Η αλήθεια είναι πως κατά τη διαδρομή τρώγαμε από το δέμα του Ερυθρού Σταυρού. Οι Γερμανοί το μόνο που μας έδιναν ήταν μια κουραμάνα στα έξι και μια κονσέρβα στα οκτώ κάθε δύο μήνες".

Ο πατέρας μου, μας λέει ο Λευτέρης Μώτος, "αισθάνθηκε την ανάγκη να καταγράψει αυτά που έζησε. Μας αφηγούνταν μάλιστα διάφορα περιστατικά από εκείνη την περίοδο. Μας έλεγε για τη δουλειά, δούλευαν σε τούνελ, για τον βομβαρδισμό του Ουλμ, μιλούσε ιδιαίτερα για τα σκασιαρχεία του από το στρατόπεδο όπου πήγαινε στα διπλανά χωριά για να εξασφαλίσει λίγο φαΐ δουλεύοντας στα χωράφια, είχε τις καλύτερες εντυπώσεις από τις Γερμανίδες γυναίκες στα χωριά που έδιναν δουλειά στον ίδιο και τους υπόλοιπους που το έσκαγαν μαζί και τους τάιζαν και τους φρόντιζαν. Μας έλεγε πως συχνά αντάλλασσε τη φέτα το ψωμί που τους έδιναν στο στρατόπεδο για ένα ή μερικά τσιγάρα, για τις κακουχίες, τα κρυοπαγήματα, αλλά και για τα χαρτόνια που βάζανε κάτω από τα πουκάμισα, αφού ήταν καλοκαίρι όταν τον έπιασαν, προκειμένου να αντιμετωπίσουν το φοβερό γερμανικό κρύο".

Ιδιαίτερα η αφήγηση, όπως φαίνεται από τα μέρη της που δημοσιεύουμε. Ιδιαίτερα της πρώτης του απόδρασης από το στρατόπεδο, του σκασιαρχείου που ξεκίνησε στις 8 Νοεμβρίου 1944 και επαναλήφθηκε αρκετές φορές μέχρι την απελευθέρωση.

"8 Νοεμβρίου 1944
Την πρώτη μου απόδραση την έκανα στις 8 Νοεμβρίου, των Ταξιαρχών. Ξεφόρτωνα χαλίκι από 'να βαγόνι στην 'κοιλάδα του θανάτου'. Οι χιονονιφάδες έπεφταν πυκνές και χοντρές πάνω στην κουβέρτα που φορούσα για κάπα. Η υγρασία τους την είχε ποτίσει για τα καλά. Έσταζε και βάρυνε. Ξενηστικωμένος όπως ήμουν, την ένιωθα ασήκωτη, σαν να 'χα πενήντα οκάδες βάρος στην πλάτη. Το μεσημέρι κάναμε διάλειμμα. Η σούπα που μας έφεραν είχε τη γεύση μπουγαδόνερου. Την έχυσα, πλησίασα τον φίλο μου Στέφανο Κορολόγο και του ψιθύρισα: 'Εγώ δεν βαστώ άλλο, θέλω να φάω, τι λες, φεύγουμε;'. Μου έγνεψε 'ναι'. (...) Φτάσαμε στην κορυφή με κόπο, έπειτα μας πήρε η κατηφόρα. Το γειτονικό χωριό απείχε μόλις τρία χιλιόμετρα. Βρήκαμε μια κοπελίτσα να σκάβει το περιβόλι της και της γυρέψαμε δουλειά. Μας δέχτηκε δίχως επιφύλαξη. Όταν τελειώσαμε, ήρθε η μάνα της και μας οδήγησε στο σπίτι τους. Μπήκαμε μέσα με κάποια συστολή. Μας έδωσε νερό και σαπούνι. Είχα μήνες να πλυθώ. Καθάρισα χέρια και μούτρα κι ένιωσα μεγάλη ευχαρίστηση. Μας ετοίμασε όλου του κόσμου τα καλά: μακαρόνια, κρέας, πατάτες, ψωμί μπόλικο, μαρμελάδα κι από ένα πακέτο τσιγάρα. Φάγαμε όσο μπορούσαμε, χαιρετήσαμε και πήραμε τον δρόμο του γυρισμού. Με μεγάλη προφύλαξη επιστρέψαμε το βράδυ στην παράγκα".


Πηγή: "Ο Τελευταίος του Κάισλινγκεν", Πόλυ Κρημνιώτη, Η ΑΥΓΗ 30.3.2014


"Στην Ντακότα της επιστροφής, κατέγραψε και τα 44 ονόματα των συγκρατουμένων του που μπήκαν στο αεροπλάνο".