Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2011
Να πάει πίσω...
Ας εξηγηθώ λοιπόν. Η «φτιάξη», όπως θάγραφε κι ο Τσιφόρος στο βιβλίο του «Τα Παλιόπαιδα τα Ατίθασα» είχε σαν στόχο να αποσπάσει την τσάντα από τα πόδια όποιου χαζολόγαγε ή κοιμόταν ή γενικά ήταν εκτός θέματος, ψιθυριστά δινόταν η εντολή στον όπισθεν καθήμενο «να πάει πίσω», η εντολή δινόταν σε συνέχεια με αποτέλεσμα η τσάντα να καταλήξει στα φιλόξενα τελευταία θρανία όπου τη διαχείρισή τους αναλάμβαναν κατά τα κέφια τους ο Μάκης με τον Αγγελόπουλο και οι γείτονές τους. Αν υπήρχε κέφι η τσάντα φυλασσόταν και επιστέφονταν με την καταβολή λύτρων, αν δεν υπήρχε κέφι παρέμενε παραπεταμένη η στελνόταν στο τελευταίο προς το παράθυρο θρανίο με προφανή σκοπό την ευχερή αποστολή στο προαύλιο αν οι καταστάσεις το επέβαλαν..
Ας μελετήσουμε όμως κοινωνιολογικά το φαινόμενο. Η διακίνηση της τσάντας με την εντολή να πάει πίσω πολλές φορές είχε εκδικητικό χαρακτήρα. Μπορεί να την έπαιρνε κάποιος για να δυσκολεύει τον συμμαθητή μας από την ανεύρεση απαραίτητων τετραδίων ή βιβλίων εν όψει εξέτασης απ’ τον καθηγητή, άλλες φορές είχε χαρακτήρα παιδευτικό για να είναι ο συμμαθητής πάντα σε εγρήγορση να μην του την εξαφανίσουν, ιδιότητες απαραίτητες για μια επιτυχή θητεία στο στρατό, άλλη φορά αποτελούσε αντικείμενο στοιχήματος ειδικά αν θα μπορούσε κάποιος να αποσπάσει τσάντα από τα απόρθητα σημεία που ήταν δίπλα στον τοίχο ή στα παράθυρα. Τις περισσότερες φορές όμως η υφαρπαγή της τσάντας και η προώθησή της προς τα πέρατα της τάξης γινόταν έτσι χωρίς σκέψη, απλά γινόταν. Δεν ήταν λίγες οι φορές που γινόταν ένα γενικευμένο ανακάτεμα των τσαντών όπου χανόταν το σύμπαν.
Ενα μεσημέρι περιμένοντας τον καθηγητή πριν να ξεκινήσει το μάθημα ήταν τρίτη προς τέταρτη ώρα, ξεκίνησε ένα απίστευτο κομφούζιο με τις τσάντες να αλλάζουν θέσεις, και σε ελάχιστο χρόνο ολόκληρη η τάξη έχανε τις τσάντες, ακόμα κι εκείνοι που τις φύλαγαν τις έχαναν δια της βίας. Ο Αντώνης ο Λουκόπουλος καθόταν στο τρίτο απ’ το τέλος θρανίο στη σειρά προς τα παράθυρα απ’ τη μεριά του διαδρόμου. Κάτι εκκρεμότητες είχε γιατί διάβαζε αφοσιωμένος κι έγραφε αδιαφορώντας για την τάξη και την διαρκή κίνηση των τσαντών. Φυσικό ήταν η τσάντα του να αφαιρεθεί απ’ τις πρώτες. Αφού έκανε αρκετούς γύρους στην τάξη ο απέναντί του στα μεσαία θρανία Αντώνης Αθανασόπουλος, του την επέστεψε με ένα σκούντημα, προφανώς τον είδε αγχωμένο με το διάβασμα και τον λυπήθηκε. Ο Λουκόπουλος έξαλλος την πέταξε απ’ το παράθυρο στο προαύλιο και αρπάχτηκε με το γείτονά του θεωρώντας τον υπεύθυνο για τη φασαρία ή για το ότι τον διέκοψε. Όταν μπήκε ο καθηγητής και ηρέμησαν λίγο τα πνεύματα ο Αντώνης άρχισε να ψάχνει την τσάντα του ρώταγε τους τριγύρω και όλοι του έδειχναν το προαύλιο. Ζήτησε άδεια πήγε και την πήρε φοβέρισε λίγο τους παροικούντες αλλά δεν βαριέσαι τίποτε δεν άλλαξε.
Ο Λευτέρης είχε πάντα ένα πρόβλημα με το Θανάση τον Πανταζάκο. Πάντα βρίσκανε λόγους να είναι σε διαμάχη και πάντα κάποιος πείραζε τα πράγματα του άλλου, δηλαδή ο Πανταζάκος. Κατά βάθος νομίζω δυό πράγματα τους χώριζαν, το ψωμοτύρι που έφερνε ο Λευτέρης απ’ το σπίτι και το κάτι παραπάνω που είχε ο Πανταζάκος σαν ομορφόπαιδο (ο νοών νοείτο).
Μια από τις πολλές ημέρες των καυγάδων η άρνηση του Λευτέρη να του δώσει ένα κομμάτι ψωμοτύρι εκνεύρισε το Θανάση ο οποίος πήρε την τσάντα του, μια τσάντα καθόλα αντάξια ενός απουσιολόγου και την ώρα που έμπαινε μέσα στην τάξη τρώγοντας επιδεικτικά τις τελευταίες μπουκιές ο Θανάσης με σοβαρό ύφος, σήκωσε την τσάντα του, την άνοιξε και την αναποδογύρισε. Εκτός βέβαια απ’ τα βιβλία και τα τετράδια έπεσε και η τσατσάρα και το πανάκι που καθάριζε τα παπούτσια, διότι την εποχή εκείνη ο Λευτέρης ήταν ερωτευμένος. Ας μην συνεχίσουμε περιγράφοντας τον καυγά θα πούμε μόνο ότι η κίνηση του Πανταζάκου προσδιόρισε την παραλλαγή του κινήματος της τσάντας όπως θα λέγαμε σήμερα που αν δεν συμμορφωνόταν ο απωλέσας με τα αιτήματα του ανευρίσκοντος η τσάντα αναστρέφονταν και το περιεχόμενό της κάλυπτε το πάτωμα της τάξης.
Α.Λ. (pt 2)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Φοβερές οι ομοιότητες με το τι συμβαίνει σήμερα στην τάξη. Δεν έχουν αλλάξει οι μαθητές τα τελευταία 100 χρόνια.
ΑπάντησηΔιαγραφή