Ο συμμαθητής και καλός μας φίλος Λευτέρης κάθε μέρα που ερχόταν στο σχολείο είχε στην τσάντα του το σάντουιτς με δύο φέτες ψωμί και τυρί τυλιγμένα προσεκτικά από την Κυρία Αννα. Ο Λευτέρης συνήθιζε να τρώει το φαγητό του μεταξύ τρίτης και τέταρτης ώρας. Είχε όμως την ατυχία να γειτονεύει στο θρανίο με το Θανάση που και κείνος συνήθως πείναγε την ίδια ώρα. Γίνεται φανερό λοιπόν ότι το σάντουιτς της κυρίας Αννας που προοριζόταν για τον Λευτέρη αποτελούσε σοβαρό αντικείμενο επιθυμίας από τους δύο. Ο Θανάσης λοιπόν μετήρχετο πολλών μεθόδων να αποσπάσει αν όχι όλο όπως ήταν η διαρκής επιθυμία του τουλάχιστον ένα σεβαστό κομμάτι από το σάντουιτς. Τις πιο πολλές φορές ο Λευτέρης από αγνές προθέσεις κινούμενος παραχωρούσε στο Θανάση σεβαστό κομμάτι. Αν δε ποτέ αργούσε για οποιοδήποτε λόγο να ξεκινήσει το φαγητό ο Θανάσης προέβαινε αυθαίρετα σε μερική κατάσχεση του τεμαχίου που θεωρούσε ότι του ανήκε. Ειρήσθω εν παρόδω ότι και άλλοι συμμαθητές ορέγοντο το σάντουιτς και μερικοί εξ’ αυτών κατά καιρούς είχαν επωφεληθεί.
Και έτσι κυλούσαν οι ώρες των μαθημάτων, των διαλλειμάτων και ξανά από την αρχή.
Ένα απόγευμα λοιπόν στο διάλλειμα της τρίτης ώρας ο Λευτέρης ήταν απασχολημένος στο γραφείο των καθηγητών ως εξουσιαστής του απουσιολογίου, και ο Θανάσης αφού βαρέθηκε να περιμένει πήρε το σάντουιτς και άρχισε να τρώει προχωρώντας στο διάδρομο με σκοπό να εξέλθει στο προαύλιο. Την ίδια ώρα διασταυρώθηκε με τον Βασίλη που ερχόμενος από την αντίθετη κατεύθυνση έτρωγε το δικό του σάντουιτς, αγνώστου κατασκευής, παρεχόμενο όμως έναντι φτηνού αντιτίμου από το κυλικείο του Μήτσου, που ευρίσκετο όπως όλοι γνωρίζουμε δίπλα στα καπνιστήρια που τα χρησιμοποιούσαμε καμιά φορά για κατούρημα.
Ψάχνει ο Λευτέρης για το σάντουιτς δεν το βρίσκει πουθενά, υποπτεύεται σφόδρα το τι συνέβη και βγαίνει τρέχοντας να βρει τον Θανάση και να περισώσει ότι μπορεί από το νόστιμο αντικείμενο του πόθου. Συναντιέται με τον Βασίλη τον οποίο ενώ βλέπει τρώγοντα τον ρωτά που είναι ο Θανάσης. Μετ’ ου πολύ βρίσκει το Θανάση να απολαμβάνει το σάντουιτς που με ολύμπια ψυχραιμία του καταδίδει τον Βασίλη ως τον υπεύθυνο για την απώλεια του σάντουιτς. Αρχίζει ο καυγάς με το Βασίλη ο οποίος ενώ μάταια πασχίζει να αποδείξει την αθωότητά του προσφέρει τον απαραίτητο χρόνο στο Θανάση να αποτελειώσει το σάντουιτς απολαμβάνοντας παράλληλα το θέαμα ενός αξιόλογου καυγά. Για μικρό χρονικό διάστημα πρυτάνευσε η λογική, που έφερε στο φως την αλήθεια για την διαδρομή του σάντουιτς με ένα τελευταίο κομμάτι φέτας να τρίβεται στο τριχωτό της κεφαλής του Λευτέρη που είχε σαν αποτέλεσμα η τάξη να μυρίζει μπακάλικο συνοικιακό, οι πάντες να αρνούνται να κάτσουν δίπλα στον υπεύθυνο για την μυρουδιά, ο καθηγητής της επόμενης ώρας να μη μπορεί να διαχειριστεί τα γεγονότα, η φιλία του Λευτέρη με το Θανάση και το Βασίλη να υποστεί δεινή δοκιμασία, τα σάντουιτς και γενικά κάθε είδους κουλούρια να αποτελούν ιδιοκτησία με μεγάλη αξία, και το κεφάλι του Λευτέρη να κάνει μια βδομάδα να ξεμυρίσει με ότι επακόλουθο είχε στην επανένταξή του σε θρανίο με συμμαθητή.
(φίλε Λευτέρη κάπως έτσι θα ήθελε την περιγραφή η Καραγιώργη..) Απ.Λ.
Απόστολε έγραψες!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπράβο.