Τάξη του 1970






Καλωσορίζουμε τους συμμαθητές και φίλους που έρχονται στη σελίδα μας γιά να θυμηθούμε στιγμές απ' τα καλύτερά μας χρόνια, να συγκινηθούμε να γελάσουμε, να ξαναζήσουμε το χρόνο που έφυγε, να επικοινωνήσουμε...
καλώς ήρθατε λοιπόν

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011

Να πάει πίσω...

Η τρίτη και σημαντικότερη παραλλαγή του αφύσικου αυτού φαινομένου που γενικεύτηκε τις τελευταίες ημέρες πριν από το απολυτήριο ήταν η επιδεικτική αρπαγή και προώθηση της τσάντας του άτυχου συμμαθητή που έλεγε μάθημα.
Υπήρχε πράγματι μια δυσκολία όταν καλούσε ο καθηγητής κάποιον ιδιαίτερα απ’ τα πρώτα θρανία να πει μάθημα στον πίνακα. Πολλοί από μας λέγαμε στον καθηγητή αν μπορούμε να πούμε μάθημα απ’ το θρανίο όπου κρατώντας σφιχτά την τσάντα θα τα καταφέρναμε να την έχουμε. Βέβαια εξαρτιόταν από ποιόν καθηγητή θα ζητάγαμε την παραλλαγή της εξέτασης. Με τον Κορώνη δεν το επιχειρούσαμε καν. Ο Μαρκάτος παιζότανε. Με τον Μαλαξιανάκη άντε να του εξηγείς. Όταν λοιπόν ανέβαινα στον πίνακα για μάθημα, έβλεπα το χαμόγελο του Τζαφά και του Παρασκευόπουλου καθώς έπαιρναν την τσάντα τη δική μου ή του Αγαλιανού , και εμείς ανήμποροι να παρακολουθήσουμε την πορεία της και να λέμε μάθημα ταυτόχρονα χάναμε τον αυτοέλεγχό μας και γινόμασταν ρεζίληδες. Η αγωνία μεταφραζόταν σε πνιχτές κραυγές του τύπου «άσε την τσάντα κάτω ρε» την έκπληξη του καθηγητή, το «συγνώμη κύριε καθηγητά» το μπέρδεμα του μαθήματος, μύλος. Κι ύστερα έπρεπε να πας στο Μάκη να παρακαλάς για την τσάντα και να μπερδεύετε ένας ολόκληρος χώρος.
Μια φορά λοιπόν αποφάσισα να πάρω την τσάντα μαζί μου στον πίνακα για να μην τη χάσω. Στην ερώτηση του Μαλαξιανάκη τι τη θέλω την τσάντα μαζί μου δεν είχα απάντηση. Με κοίταξε άγρια και με έστειλε να την αφήσω στη θέση της. Μόλις την άφησα και επέστρεψα την παρακολουθούσα περίλυπος να φεύγει για άγνωστα μέρη. Το γεγονός ότι κράτησα την ψυχραιμία μου και δεν είπα στον Μαλαξιανάκη το λόγο που την πήρα μαζί μου στάθηκε ο καταλύτης για να την βρω μέσα στην αίθουσα και όχι στο προαύλιο.
Αγαπητοί φίλοι ο κόσμος του σχολείου όπως έχετε διαπιστώσει είναι αμείλικτος. Δεν συγχωρεί. Από τότε κατάλαβα πως όποιος περάσει αλώβητος την έκτη πρακτικού μπορεί να γίνει ότι θέλει μέχρι γιατρός ας πούμε.
Τι γινότανε όπως με τις τσάντες των τελευταίων θρανίων;
Εκείνοι νόμιζαν ότι ήταν στο απυρόβλητο και η διαδικασία αφορούσε μόνον εμάς τους μπροστινούς άντε και τους μεσαίους. Όμως η ευρηματικότητα των απογόνων του Οδυσσέα παρέμενε σε πολύ ψηλά επίπεδα, μέχρι που ο διορισμός στο δημόσιο θα αφαιρούσε πλέον το πολύτιμο αυτό προσόν στους νέους ανθρώπους που διάλεγαν αυτόν τον επαγγελματικό στίβο, μεταβάλλοντάς τους σε εν αναμονή συνταξιούχους, συγνώμη ξεστράτισα!
Η τσάντες λοιπόν των ψηλών που κάθονταν στα τελευταία θρανία εξαφανίζονταν μυστηριωδώς καθώς οι μπροστινοί έψαχναν για τις δικές τους. Έτσι καθώς πήγαινε κανείς προς τα πίσω για την τσάντα του επέστρεφε κρατώντας δύο. Πολλές φορές η δεύτερη τοποθετείτο δίπλα στην πόρτα από τους μπροστινούς της σειράς προς τον τοίχο ώστε να είναι εύκολο να μεταφερθεί προς τα έξω σε κάθε έξοδο για κατούρημα ή σε κάθε άλλη έξοδο που διέτασσε ο αγαπητός Μαλαξιανάκης με τη γνωστή εντολή «να πάεις έξω»! Ενώ το θέαμα των κοντών του πρώτου θρανίου που έψαχναν τις τσάντες ήταν μάλλον συνηθισμένο, το αντίστοιχο θέαμα των ψηλών να ψάχνουν μπροστά ήταν μάλλον ασυνήθιστο και προκαλούσε την επιδοκιμασία και το γέλιο των υπολοίπων και έδινε ένα επιπλέον κίνητρο για την προσωρινή χάριν παιδιάς απαλλοτρίωση της τσάντας τους.
Απόμεινε μόνο η ομάδα των συμμαθητών που είχαν φυλαγμένα τα νώτα τους έχοντας τις τσάντες στριμωγμένες στον τοίχο. Πράγματι η δυσκολία συμμετοχής της τσάντας τους στο κοινό πανηγύρι ερέθιζε τους εκτεθειμένους στον κίνδυνο. Όταν κάποιος σηκωνόταν για μάθημα ήταν δεδομένη όχι μόνο η απώλεια της τσάντας αλλά και το επιμελές κρύψιμο της. Άλλωστε το να φεύγουν οι τσάντες όλο απ’ τους ίδιους είχε καταντήσει πρακτικά μια άνοστη διαδικασία που είχε πάψει να προκαλεί επιθυμία προφύλαξης, και σχεδόν με απόλυτο πνεύμα συνεργασίας παραδίδαμε τις τσάντες προκειμένου να αρχίσει το ταξίδι τους.
Αυτή την πολύ ωραία ατμόσφαιρα ολοκλήρωνε το χαμηλόφωνα επαναλαμβανόμενο σε ιαμβικό ρυθμό από όλους μας του εμβληματικού συνθήματος που μας ένωνε, μας δονούσε και μας προετοίμαζε για πολύ μεγάλες επιδόσεις, «ωραίο ρε Πουλή», συγνώμη φίλε Γιώργο το ξέρεις ότι σε αγαπάμε και σε θυμόμαστε όλοι μας..
Α.Λ. (pt 3).

3 σχόλια:

  1. αντε 270 μεινανε και..... θα παει κιαυτο πισω.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ερωτηση.υπηρχε κανεις σε κεινη την ταξη που να μην του πηραν την τσαντα?και δευτερον ποιο ηταν το μεγαλυτερο θυμα?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Φίλε Κώστα το μεγαλύτερο θύμα που υπήρχε στην τάξη δεν θέλω να το πω γιατί θα παραξηγηθεί, αποπίσω του κάθονταν ο Τζαφάς με τον Παρασκευόπουλο και τον είχαν ταράξει στην καρπαζά, του παίρναν την τσάντα με το έτσι θέλω, και δεν τον άφηναν να μιλήσει. Οχι λίγες φορές είχαν πιαστεί αλλά οι καυγαδες οι δικοί μας ποτέ δεν είχαν σοβαρά αποτελέσματα. Αρκεί να έφευγε η τσάντα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή